Τουλάχιστον αυτή τη δικαιολογία χρησιμοποιούσα πάντα για να καλύψω το βρώμικο αυτό μυστικό που κουβάλαγα. Βάρος στις πλάτες μου, εδώ και πολλά χρόνια.
Ήμουν 17 όταν συνέβη. Ο Ιάκωβος 23. Κάθε μέρα μετά το σχολείο, έλεγα στους γονείς μου ότι πήγαινα να διαβάσω σε μια φίλη και έβγαινα μαζί του.
Καθόμασταν στην παιδική χαρά και μιλάγαμε ώρες ατέλειωτες. Με κέρναγε ό, τι τράβαγε η όρεξή μου. Μερικές φορές πηγαίναμε για καφέ ή φαγητό και με γέμιζε δώρα γεμάτα αγάπη.
Έκανε ό, τι μπορούσε για να κερδίσει την καρδιά μου και εγώ πίστευα πραγματικά ότι ήταν το άλλο μου μισό.
Πέρναγε ο καιρός και εγώ είχα κάπου ξεφύγει, αλλά δεν το έβλεπα. Έπαιρνα μαζί μου προκλητικά ρούχα και τα φόραγα μετά το σχολείο, όσο θα ήμουν μαζί του και μετά τα έβγαζα και τα έβαζα στην τσάντα μου να μη τα δει η μητέρα μου. Αρχίσαμε να ερχόμαστε όλο και πιο κοντά. Τα φιλιά στο μέτωπο έγιναν παθιασμένα φιλιά στο στόμα και τα χέρια άρχισαν να γλιστράνε όλο και πιο ενδότερα.
Η ένταση συνεχιζόταν. Με άρπαζε από τη μέση και με τραβούσε πάνω του. Ένιωθα σαν να ήμουν σε ένα όνειρο και δεν ήθελα να ξυπνήσω.
Δεν είχα αντιρρήσεις ό, τι κι αν μου έκανε. Δεν του είπα ποτέ «Όχι» για τον απλούστατο λόγο ότι ήθελα να μου κάνει όσα μου έκανε. Είχα πείσει τον εαυτό μου ότι του ανήκα.
Στην αρχή είχα κάποιους ενδοιασμούς μήπως το παραπηγαίναμε γρήγορα, αλλά όχι. Δεν τον ένοιαζε που ήμουν ανήλικη. Με ήθελε και με διεκδικούσε. Μου ζητούσε σέξι φωτογραφίες μου με εσώρουχα ή καθισμένη στα τέσσερα. Είχε ξοδέψει μια μικρή περιουσία για να με προμηθεύσει με τα εσώρουχα, που του άρεσαν.
Μια μέρα, καθώς με γυρνούσε από το σχολείο, με πήγε σπίτι του. Είπε ότι ήθελε να πάρει κάτι για να το δώσει στο φίλο του. Οι γονείς του έλειπαν και με προσκάλεσε να «μου δείξει το σπίτι». Στη συνέχεια, με πήγε στην κρεβατοκάμαρά του.
Άρχισε να μου δείχνει τα μετάλλια και τα βιβλία του. Μιλούσαμε μέχρι που ξαφνικά με αγκάλιασε και άρχισε να με φιλάει στο λαιμό . Ένιωσα άσχημα. Δεν ήθελα να το κάνω.
Με ικέτευσε και με έπεισε ότι το να κάνει κανείς έρωτα είναι φυσική συνέχεια και θα κάνει τη σχέση μας ακόμα πιο δυνατή. Αρνήθηκα και πάλι, αλλά με τα επιχειρήματά του και το ταλέντο του στην πειθώ, με κατάφερε να κάνουμε σεξ. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους. Το κάναμε σχεδόν κάθε μέρα. Η αγάπη του για μένα δυνάμωνε μέρα με τη μέρα, το έβλεπα στα μάτια του.
Ένα μεσημέρι μου είπε ότι θα χρειαστεί να φύγει για λίγες μέρες λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων και ότι θα επέστρεφε σε περίπου μια εβδομάδα. Μετά από μια βδομάδα μου έστειλε ένα μήνυμα λέγοντας ότι θα χρειαστεί να λείψει περισσότερο. Μου έλειπε τρομερά, αλλά δεν είχα άλλη επιλογή από το να επικεντρωθώ στα μαθήματά μου. Οι Πανελλαδικές ήταν κοντά και θα καθόριζαν το μέλλον μου, οπότε έπρεπε να προσπαθήσω για το καλύτερο.
Ήμουν τόσο απασχολημένη με τα διαβάσματά μου που δεν αντιλήφθηκα ότι είχα καθυστέρηση 2 μήνες! Τον τελευταίο μήνα δεν τον έβρισκα στο τηλέφωνο. Δεν απαντούσε ούτε στα τηλέφωνα, ούτε στα μηνύματά μου. Η κάρτα SIM του την τελευταία εβδομάδα έλεγε ότι δεν ήταν πλέον ενεργή. Αποφάσισα να πάω σπίτι του να τον ψάξω. Ήταν μια όμορφη, ηλιόλουστη μέρα και καθώς περπατούσα στο δρόμο, ξαφνικά ζαλίστηκα και λιποθύμησα.
Τότε ένιωσα κάποιον να με σηκώνει και όταν άνοιξα τα μάτια μου, ήμουν στο σπίτι μιας κυρίας. Μου έδωσε νερό να πιω και με έστειλε σπίτι. Ένιωθα συνεχώς εξαντλημένη και έντονη ναυτία και ζάλη.
Υπέθεσα ότι από το άγχος και τη λύπη που τον έχασα, μου έγινε ψυχοσωματικό γι’ αυτό και τα προβλήματα αυτά. Πέρασαν 6 εβδομάδες και κανένα νέο του. Η υγεία μου χειροτέρευε. Έκανα συνέχεια εμετό και παρατήρησα ότι είχα πάρει βάρος.
Ήξερα ότι ήμουν έγκυος, αλλά δεν ήξερα τί να κάνω!
Οι γονείς μου δεν είδαν τις αλλαγές πάνω μου, ήταν απασχολημένοι με τη δουλειά τους και έρχονταν αργά σπίτι. Φορούσα φαρδιά ρούχα για να καλύψω την κοιλιά και να μην με πάρει χαμπάρι κανείς ούτε στο σπίτι ούτε στο σχολείο.
Ο Ιάκωβος είχε απενεργοποιήσει το λογαριασμό του στο Facebook και έτσι μου έκοψε κάθε δίοδο επικοινωνίας και είχε αλλάξει νούμερο γιατί έπαιρνα και ήταν συνεχώς κλειστό. Οι εξετάσεις τελείωσαν και εγώ έμενα σπίτι περιμένοντας υπομονετικά τα αποτελέσματα μου.
Προσπάθησα να πείσω τον εαυτό μου ότι τελικά θα επέστρεφε.
Η πρώτη κλωτσιά του μωρού με έκανε πολύ χαρούμενη. Ένιωθα εκείνο το μικρό θαύμα να μεγαλώνει μέσα μου και χαιρόμουν. Τη χαρά όμως γρήγορα αντικαθιστούσε το άγχος και οι σκέψεις. Πώς θα το έλεγα στους γονείς μου; Τί θα έκανα με το μωρό όταν γεννιόταν;
Ήμουν επτάμισι μηνών έγκυος όταν αισθάνθηκα ένα φρικτό πόνο στην κοιλιά μου και πιο χαμηλά. Πονούσα αφόρητα. Ήθελα να ουρλιάξω! Ήξερα ότι το μικρό στην κοιλιά μου προσπαθούσε να βγει.
Μόλις επτάμισι μηνών και ήθελε να βγει! Στιγμή που βρήκα και εγώ να κάνω υπολογισμούς.
Δεν τολμούσα να πάω σε κανένα νοσοκομείο ή μαιευτήριο. Έκλεισα την πόρτα, άρπαξα και ένα βιβλίο και το δάγκωσα και μετά από σχεδόν μια ώρα μάχης, κατάφερα να γεννήσω ένα υγιέστατο πανέμορφο αγοράκι. Έκλαψε αμέσως. Φαινόταν τόσο χαριτωμένο.
Ήμουν μόνη και δεν είχα ιδέα πώς να το χειριστώ. Πήρα μια πετσέτα και το τύλιξα. Έκοψα τον ομφάλιο λώρο και στη συνέχεια το σκούπισα με ένα πακέτο μωρομάντηλα που είχα δίπλα μου.
Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να το κρύψω πριν οι γονείς μου επιστρέψουν σπίτι.
Δεν μπορούσα να το κρατήσω στο δωμάτιό μου. Η μητέρα μου έλεγχε τα πάντα πριν πάει για ύπνο. Το κράτησα σπίτι και λίγο πριν έρθουν οι δικοί μου, το έκρυψα σε μια αποθήκη που είχαμε στο υπόγειο, αφού το έβαλα με μια κουβερτούλα μέσα σε ένα κουτί.
Στη συνέχεια επέστρεψα στο δωμάτιό μου και έκανα την κοιμισμένη. Οι γονείς μου ήρθαν σπίτι, μπήκε η μητέρα μου στο δωμάτιο, έκανε τον καθιερωμένο της έλεγχο και πήγε στην κρεβατοκάμαρά της. Μισή ώρα μετά άκουσα το μωρό να κλαίει.
Έπρεπε να κάνω κάτι και άμεσα μάλιστα, πριν το άκουγε κανείς. Έτρεξα στην αποθήκη και έψαξα μήπως το είχε δαγκώσει κανένα ποντίκι. Δεν βρήκα κάτι, αλλά το μωρό εξακολουθούσε να κλαίει.
Προσπάθησα να το ταΐσω, αλλά το στήθος μου δεν είχε γάλα. Προσπάθησα ξανά και ξανά, αλλά δεν κατάφερα να το ηρεμήσω.
Πήγα πίσω στο σπίτι και έφερα λίγο συμπυκνωμένο γάλα αφού το ζέστανα και το αραίωσα. Του έβαλα με τα δάχτυλά μου λίγο στο στοματάκι και εκείνο αμέσως ηρέμησε. Έδειχνε τόσο χαρούμενο. Ρουφούσε τα δάχτυλά μου με μανία, τόσο πολύ πεινούσε το καημένο.
Ήμουν μικρή και ανώριμη. Ο πανικός με είχε κυριεύσει και δεν με άφηνε να σκεφτώ καθαρά. Δεν μπορούσα να καταλάβω ότι πιο πολύ το έβλαπτα, παρά καλό του έκανα.
Το έβαλα για ύπνο και επέστρεψα στο δωμάτιό μου. Δεν κοιμήθηκα ούτε ένα λεπτό. Έπρεπε να το ξεφορτωθώ. Ο Ιάκωβος δεν θα γύρναγε ποτέ. Με είχε εγκαταλείψει, ήταν οριστικό.
Την επόμενη μέρα συνειδητοποίησα ότι το μωρό δεν ήταν καλά. Έπρεπε να δράσω και άμεσα μάλιστα. Δεν ήθελα να πεθάνει. Αυτό δεν έφταιγε σε τίποτα να πληρώσει με τη ζωή του την απερισκεψία τη δική μου. Μέχρι εκεί τουλάχιστον έφτανε το μυαλό μου.
Έριξα ένα φαρδύ φορεματάκι πάνω μου, πήρα το μωρό και με ένα ταξί πήγαμε δέκα χιλιόμετρα μακριά. Δεν ήθελα να το αφήσω κάπου κοντά μη και με δει κανείς γνωστός ή βρουν τα ίχνη μου πιο εύκολα. Βρήκα μια πολυκατοικία με πολλά διαμερίσματα σε ένα μικρό, ήσυχο στενό. Αυτό ήταν. Το άφησα στην εξώπορτα με λίγα χρήματα μέσα στο κουτί, το τύλιξα και καλά για να μην κρυώνει και έφυγα τρέχοντας και χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.
Έπρεπε να απαλλαγώ από την παρουσία του για να καταλάβω τί είχα κάνει. Μέχρι τότε επικρατούσε η απόγνωση. Τώρα; Το ήθελα πίσω. Ήταν δικό μου και το ήθελα πίσω. Γύρισα την επόμενη μέρα πρωί πρωί, αλλά δεν βρήκα τίποτα. Σκέφτηκα να πάω στην αστυνομία, να πω τί είχα κάνει. Ήθελα να μου το δώσουν πίσω, αλλά ήξερα ότι δεν θα μου το έδιναν.
Έπαθα κατάθλιψη και κανείς δεν ήξερε το λόγο. Οι γονείς μου προσπάθησαν ανεπιτυχώς να με βοηθήσουν. Ούτε εκείνοι ούτε κανείς άλλος μπορούσε. Έφυγα στο εξωτερικό για σπουδές, αλλά ούτε να συγκεντρωθώ μπορούσα ούτε τίποτα. Ήθελα να πάρω το πρώτο αεροπλάνο να γυρίσω να ψάξω. Την κατάθλιψη την ξεπέρασα, αλλά εξακολουθούσα να σκέφτομαι το γιο μου κάθε μέρα.
Δεν είχα ιδέα πού ήταν. Δεν ήξερα καν αν ήταν ζωντανός! Κάθε βράδυ έκλαιγα πριν κοιμηθώ. Ήταν εντελώς δικό μου το λάθος!
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών μου, επέστρεψα Ελλάδα και έπιασα δουλειά. Η ζωή συνεχίστηκε, αλλά χωρίς κανένα ενδιαφέρον για ζωή.
Ήμουν απελπισμένη.
Εκείνη την εποχή γνωρίστηκα με ένα συνάδελφο και ένα χρόνο μετά παντρευτήκαμε. Είναι ένας άγγελος. Έγινε ο καλύτερος φίλος μου. Τον αγαπώ σαν άνθρωπο, αλλά μέχρι εκεί. Άδειασα σαν άνθρωπος. Δεν ήμουν αυτή που ήμουν κάποτε.
Πηγαίναμε μαζί γυμναστήριο, μαγειρεύαμε και ζούσαμε όμορφα. Ποτέ δεν κατάφερε να ερμηνεύσει τη θλίψη στα μάτια μου όσο κι αν προσπάθησε. Τα χρόνια περνούσαν και παιδιά δεν κάναμε. Ζητήσαμε τη βοήθεια αρκετών γιατρών, αλλά κανείς δεν μπορούσε να βρει την αιτία. Φάρμακα, εξετάσεις, θεραπείες, τίποτα. Κανείς δεν είχε εξήγηση να μας δώσει. Εγώ όμως ήξερα. Ήταν τιμωρία από το Θεό για την αμαρτία μου.
Ωστόσο, ποτέ δεν είπα στο σύζυγό μου τίποτα. Τον αγαπούσα και δεν ήθελα να με μισήσει. Του πρότεινα να υιοθετήσουμε ένα μωράκι (μπας και εξιλεωθώ), αλλά δεν ήθελε. Ήξερα πόσο λαχταρούσε ένα μωρό. Αλλά, όσο κι αν προσπάθησα, δεν κατάφερα να τον πείσω.
Έχουν περάσει χρόνια και ακόμα με «τρώει» η έγνοια αυτού του παιδιού, που εγκατέλειψα. Πού βρίσκεται, τί κάνει; Ξέρω ότι η σκέψη του θα με στοιχειώνει για το υπόλοιπο της ζωής μου και σίγουρα θα πάω στην κόλαση γι’ αυτό.
Μια μέρα, όταν βρω το θάρρος, που χρειάζεται, ίσως πω στο σύζυγό μου για το παρελθόν μου. Σας ευχαριστώ που με ακούσατε.
Σοφία
Πηγη: singleparent.gr