Βικτωράκο μου, πριγκιπάκο μου πέρασε κιόλας ένας χρόνος που είσαι μακριά μου. Ξέρεις δεν έχει περάσει ούτε μια μέρα που να μην σε σκεφτώ, που να μη μιλήσω για σένα. Εικόνες και στιγμές περνούν συνέχεια από μπροστά μου.
Γράφει η μαμά του Βικτωράκου Εύα Καραπιπέρη
Αγοράκι μου πέρυσι τέτοιες μέρες έδωσες την πιο δύσκολη, την πιο άνιση μάχη της ζωής σου και την έχασες. Θυμάμαι πως όλα άρχισαν με έναν απλό εμετό και κανείς δε μπορούσε να φανταστεί πόσο άσχημα θα εξελισσόταν. Και μετά νεφρική ανεπάρκεια. Έμεινες επτά ημέρες σε νοσηλεία σ’ ένα κλουβί που ήξερα πολύ καλά πως μισούσες αφάνταστα.
Θυμάμαι ερχόμουν στις οχτώ το πρωί που άνοιγε η κλινική και έφευγα στις έντεκα το βράδυ όταν έκλεινε. Κρατιόμασταν χέρι -χέρι για να είμαι σίγουρη πως τρέχει ο ορός στο πονεμένο σου χεράκι. Εκεί στο πάτωμα. Δίπλα σου στο κλουβί με την πόρτα του ανοιχτή για να μην στενοχωριέσαι τόσο.

Κανείς δεν τον υιοθετούσε ίσως γιατί είχε ένα ματάκι
Θυμάσαι που μάλωσα με την κτηνίατρο γιατί μου είπε πως δεν γινόταν να μένω εκεί μαζί σου; Κι έπειτα όταν κατάλαβε πως δεν υπήρχε περίπτωση να σε αφήσω στιγμή μου έφερε μια κουβερτούλα για να μην κάθομαι στο πάτωμα. Κι έπειτα βγήκαμε από την κλινική με το ηθικό λίγο αναπτερωμένο και πήγαμε σπίτι μας. Σε κάναμε με τον μπαμπά σου ένα ζεστό μπάνιο να χαλαρώσεις.
Κι εσύ με πόσο δυσκολία στεκόσουν στα πόδια σου. Δεν έτρωγες κι εμείς σου δίναμε τροφή με τη σύριγγα γιατί έπρεπε να ζήσεις για σένα, για μας. Και λίγο καλυτέρευσες. Και λίγο χαμογελάσαμε. Κι έπειτα ξανά τα ίδια. Εξετάσεις, φάρμακα, αδυναμία.

Εσύ να προσπαθείς και να μην χάνεις στιγμή την περηφάνια σου. Κι εγώ να βλέπω αυτό που ερχόταν. Να κλαίω κάθε βράδυ όταν δεν με έβλεπες και να προσμένω ένα θαύμα. Βγαίναμε κάθε μέρα τη βόλτα μας κι εγώ επέμενα να σε κρατώ όσο κι αν ζητούσε ο μπαμπάκας σου να σε περπατήσει κι εκείνος.
Όμως το ένιωθα πως ο χρόνος μας λιγόστευε και δεν ήθελα να χάσω ούτε μια στιγμή, ούτε ένα λεπτό. Κι έτσι του απαντούσα «άστον σε μένα σε παρακαλώ. Φοβάμαι πως δε θα τον χαρώ για πολύ ακόμα».

Κι εσύ παρόλο που ήσουν τόσο αδύναμος και τόσο ταλαιπωρημένος περπατούσες δίπλα μου με το κεφάλι ψηλά. Αργά – αργά μα τόσο περήφανα. Κι εγώ σ’ ευχαριστούσα σιωπηλά γι’ αυτό που ήσουν κι ευχόμουν να μείνεις κοντά μου πολύ – πολύ καιρό ακόμα.
Θυμάσαι εκείνη την Πέμπτη που ήρθε να σε δει η νονά σου; Σηκώθηκες με τόση λεβεντιά να την υποδεχτείς. Εκείνη την ημέρα έφαγες για πρώτη φορά το φαγητό που σου είχα φτιάξει με μια απίστευτη όρεξη. Κι εγώ τότε αναθάρρησα. «Έγινε το θαύμα που παρακαλούσα» είπα.

Όμως την επόμενη μέρα δε μπορούσες καν να σηκωθείς και να σταθείς ούτε για λίγο. Το προσπάθησες κι όταν κατάλαβες πως δεν μπορούσες τότε για μια μόνο στιγμή έσκυψες το κεφάλι και κρύφτηκες μέσα στην αγκαλιά μου. Κι εγώ σου ψιθύρισα «δεν πειράζει αγόρι μου. Δεν πειράζει. Μην στενοχωριέσαι».
Σε πήγαμε εσπευσμένα ξανά στην κλινική μετά από έναν πολύ άσχημο εμετό. Τα περιθώρια είχαν πλέον στενέψει. Το ήξερα. Κι εκεί ακόμα κι ο κτηνίατρος θαύμασε την αξιοπρέπεια και την περηφάνια σου.

Και σε άφησα ξανά να νοσηλευτείς αν κι οι ελπίδες που μου έδωσε ο κτηνίατρος ήταν ελάχιστες. Περάσαμε μαζί εκείνο το Σάββατο και την Κυριακή 12 Ιουλίου 2015. Ήρθα το πρωί κι εσύ ήσουν ξαπλωμένος και κατάκοπος στο κλουβί. Σήκωσες το κεφάλι σου, με κοίταξες και για άλλη μια φορά έδειξες τι ψυχή είχες.
Βγήκες από το κλουβί μόνος σου. Σε έπλυνα και μοσχομύρισες. Σου είχα φέρει φαγητό. Αρνήθηκες να φας. Ήθελα να περπατήσουμε μαζί και σε κρατούσα από το ταλαιπωρημένο σου κορμάκι.

Κι εσύ περπάτησες μαζί μου και με κοιτούσες στα μάτια. Κι εγώ σου έλεγα «μπράβο αγόρι μου, μπράβο πριγκιπάκο μου». Και μετά κάτσαμε με τις ώρες στο πάτωμα να ακουμπάς το κεφάλι σου στην κοιλιά μου και να βαριανασαίνεις. Να με κοιτάς κι εγώ να βλέπω τον κόσμο να γκρεμίζεται.
Ώρες μετά σε έβαλα στο κλουβί. Σε έβαλα. Δεν είχες πια δυνάμεις και ξάπλωσες μ’ εκείνη την ανάσα που μύριζε θάνατο. Σε φίλησα και σου είπα πως θα τα ξαναλέγαμε το πρωί.

Όλη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Ήξερα πως είχαμε φτάσει στο τέλος και το πρωί ήρθε εκείνο το τηλεφώνημα από τον κτηνίατρο. Θυμάμαι ότι εκείνο το πρωί είχε κόσμο στο κτηνιατρείο. Μπήκαμε και μας είπε ο κτηνίατρος να περιμένουμε να σε φέρει. Έστρωσα το σεντονάκι σου στο τραπέζι και περίμενα.
Θυμάμαι τον κτηνίατρο να βγαίνει έξω και να ζητά από τον κόσμο που περίμενε να κάνει απόλυτη ησυχία και να σεβαστεί τη στιγμή. Τον θυμάμαι να σε ανεβάζει αγκαλιά από τις σκάλες και να σε αφήνει στο τραπέζι. Νομίζω πως τα κλάματα και ο θρήνος μου ακούστηκαν μέχρι έξω.
Θυμάμαι να τον ευχαριστώ για όσα έκανε για σένα κι εκείνος να μου ζητάει συγνώμη που δεν κατάφερε να σε σώσει.

Κι έπειτα το ταξίδι για να σε πάμε να ξεκουραστείς πια κάτω από εκείνο το όμορφο μεγάλο δέντρο. Το σκυλάκι του γείτονα κι αυτό εκεί να κλαίει μαζί μας. Όλα αυτά γυρίζουν ξανά και ξανά στο μυαλό μου.
Κλείνω τα μάτια και μαγικά έρχεται μπροστά μου ο Βίκτωρας, ο αγαθός γιγαντάκος μου. Έρχεται εκείνη η μέρα που σε πρωτοείδα στο καταφύγιο και μετά η πρώτη φορά που σε έβγαλα βόλτα. Θυμάσαι που αγρίεψες στο Μαξ; Άρχισες να τρέχεις και να με παίρνεις μαζί σου. Αν δεν είχε βρεθεί εκείνο το πεύκο στο διάβα μου να το αγκαλιάσω νομίζω ακόμα θα με έτρεχες.

Η μέρα που ήρθες στο σπίτι μας, στο σπίτι σου, πόσο σου είχε αρέσει η μυρωδιά από τη φασολάδα που είχα μαγειρέψει. Οι αγκαλιές, τα φιλιά μας, τα παιχνίδια μας, η Ηλέκτρα να κολλάει δίπλα σου γιατί ήθελε σώνει και ντε να χωθεί στην αγκαλιά σου. Οι υπέροχες καληνύχτες μας και οι μοναδικές καλημέρες μας.
Η περηφάνια που νιώθαμε για σένα και το πώς καμάρωνε ο μπαμπίλας σου όταν πηγαίναμε βόλτα. Τα βλέμματα του κόσμου που μαγνήτιζες γιατί ήσουν ένα πλάσμα που όμοιο του δεν υπήρχε. Η καλοσύνη σου, η ευγένεια σου, η ομορφιά σου γιατί ήσουν ο ομορφότερος σκύλος του κόσμου ψυχή μου. Και ήσουν δικός μας.

Και τότε πιάνω τον εαυτό μου να χαμογελά. Τώρα πια κατάλαβα τι κάνει το πέρασμα του χρόνου. Για ένα είμαι σίγουρη. Θα το ξανάκανα όλο από την αρχή ακόμα κι αν ήξερα πως το τέλος ήταν τόσο άσχημα προδιαγεγραμμένο. Γιατί ήσουν ο Βίκτωρας. Ο ένας και μοναδικός πρίγκιπας της καρδιάς μου. Γιατί θα ήμουν φτωχότερη αν δεν είχες έρθει στη ζωή μου.
Αγόρι μου. Πρίγκιπα μου. Τρέξε ελεύθερος εκεί που είσαι. Τρέξε. Είμαι σίγουρη πως βρήκες και την Κλαίρη μας. Μην σου πάρει τον αέρα. Είναι λίγο ζόρικη. Τρέξε πασά μου. Κάποια στιγμή θα ξαναβρεθούμε μ’ ένα φιλί στα μούτρα.
Σ’ αγαπάω. Το ξέρεις ε; Σ’ ΑΓΑΠΑΩ…